θαλπτήριος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A warming, σάνδαλα . . ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλασ-τήριος, θρεπ-τήριος)].