θεοποίητος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,

   A made by the gods, or by God, Isoc.7.62.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott gemacht, Isocr. 7, 62; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοποίητος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν θεῶν ἢ τοῦ θεοῦ, θεότευκτος, Ἰσοκρ. 152C, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait par la divinité.
Étymologie: θεοποιέω.

Greek Monolingual

θεοποίητος, -ον (AM)
ο πλασμένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο-ποίητος, χειρο-ποίητος].