θαλασσόπλους
Greek Monolingual
θαλασσόπλους, -ουν και -οος, -ον (Α)
αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, ο ποντοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + πλους].
θαλασσόπλους, -ουν και -οος, -ον (Α)
αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, ο ποντοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + πλους].