ποντοπόρος

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοπόρος Medium diacritics: ποντοπόρος Low diacritics: ποντοπόρος Capitals: ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: pontopóros Transliteration B: pontoporos Transliteration C: pontoporos Beta Code: pontopo/ros

English (LSJ)

ον, seafaring, of ships, Il. 1.439, 2.771, Od. 12.69, S. Ph. 721 (lyr.), Aj. 250 (lyr.); ναῦται Hom. Epigr. 8.1, cf. Opp. C. 1.120; π. βοῦς Mosch. 2.49.

German (Pape)

[Seite 681] das Meer durchwandelnd, befahrend; ναῦται, Hom. ep. 8, 1; gew. Beiwort des Seeschiffes, Od. 12, 69 Il. 1, 439 u. öfter, wie Soph. Ai. 245; so auch δόρυ, Phil. 712; πλάτη, σχεδία, Eur. Troad. 810 Hec. 113; sp. D., wie Orph. Arg. 52. 1098.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parcourt la mer.
Étymologie: πόντος, πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντοπόρος -ον [πόντος, πείρω] zeevarend.

Russian (Dvoretsky)

ποντοπόρος: плывущий по морю (νηῦς, ναῦται Hom.; δόρυ Soph.; πλάτη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπόρος: -ον, (πείρω, πορεύω) ὁ διερχόμενος τὴν θάλασσαν, ταξειδεύων, ἐπὶ πλοίων, Ἰλ. Α. 439, Β. 771, Ὀδ. Μ. 69, Σοφ. Φιλ. 721, Αἴ. 250· ὡς ἐπίθετον τοῦ ναῦται μόνον ἐν Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8. 1· π. βοῦς Μόσχ. 2. 49.

English (Autenrieth)

sea-faring,’ sea-traversing.

Greek Monolingual

-ο / ποντοπόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α
1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσαποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος
νεοελλ.
φρ. «ποντοπόρο πλοίο» — πλοίο που κάνει υπερπόντιες μεταφορές, ιδίως φορτηγό πλοίο που εκτελεί πλόες πέρα από το Γιβραλτάρ ή το Σουέζ
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντοπόρεια
προσωνυμία μιας Νηρηΐδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

ποντοπόρος: -ον (πορεύομαι), αυτός που περνά πάνω από τη θάλασσα, αυτός που ταξιδεύει, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ., Σοφ.

Middle Liddell

ποντο-πόρος, ον, [πορεύομαι]
passing over the sea, seafaring, of ships, Hom., Soph.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πόντος + περάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πόντιος.