θεότρεπτος
English (LSJ)
ον,
A turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).
German (Pape)
[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
Greek (Liddell-Scott)
θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905˙ τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.
Greek Monolingual
θεότρεπτος, -ον (Α)
αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά-τρεπτος, πολύ-τρεπτος].