θεόπρεπτος
English (LSJ)
ον,= foreg., v.l. in A.Pers.905 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1197] = θεοπρεπής, Or. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπρεπτος: -ον, =τῷ προηγ., διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 904∙ ἴδε θεότρεπτος.
Greek Monolingual
θεόπρεπτος, -ον (Α)
ο θεοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος, πάμ-πρεπτος].