θεσμῳδός

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ὁ,

   A giver of θεσμοί, Id. ap. Eus.PE8.7, BMus.Inscr.4.481*.457 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1203] der die Gesetze singt, vorträgt, Philo.

Greek Monolingual

θεσμῳδός, ὁ (Α)
αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ-ῳδός, χορ-ῳδός].