Θεσσαλιῶτις

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, one of the four districts of Thessaly, Hellanic. 52J., Hdt.1.57, Str.9.5.3.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
Thessaliotide, partie de la Thessalie.
Étymologie: Θεσσαλία.

Greek Monolingual

Θεσσαλιῶτις, -ώτιδος, ἡ (Α)
μια από τις τέσσερεις περιοχές της Θεσσαλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (< στρατός)].