θητείον
Greek Monolingual
θητεῑον, τὸ (Α) θητεύω
1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας
2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» — τίτλος έργου του κωμικού Σωπάτρου.
θητεῑον, τὸ (Α) θητεύω
1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας
2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» — τίτλος έργου του κωμικού Σωπάτρου.