θλάστης

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ου, ὁ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1212] ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch θλάτης.

Greek (Liddell-Scott)

θλάστης: -ου, ὁ, (θλάω) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν ἐργαλεῖον = ἐμβρυοθλάστης, Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ θλάσις).

Greek Monolingual

θλάστης, ὁ (Α) θλω
1. αυτός που συντρίβει
2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης.