θλάστης
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
θλάστου, ὁ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.
German (Pape)
[Seite 1212] ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch θλάτης.
Greek (Liddell-Scott)
θλάστης: -ου, ὁ, (θλάω) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν ἐργαλεῖον = ἐμβρυοθλάστης, Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ θλάσις).
Greek Monolingual
θλάστης, ὁ (Α) θλω
1. αυτός που συντρίβει
2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης.