Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θλω

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

(Α θλῶ, -άω)
1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω
νεοελλ.
φρ. «τεθλασμένη γραμμή» — η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ' επανάληψη
αρχ.
1. (για φωνή) σχίζω τ' αφτιά, ενοχλώ, ερεθίζω δυσάρεστα
2. (παπ.) τσακίζω από το φόρτωμα, υπερφορτώνω
3. μτφ. καταπιέζω («καὶ ἔθλιψαν καὶ ἔθλασαν τοὺς υἱούς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρήθηκε συγγενές προς τσεχ. dlasmati «πιέζω» και αρχ. ινδ. dhrsad- «βράχος, μυλόπετρα» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhlas- «συνθλίβω, πιέζω».
ΠΑΡ. θλάση(-ις) θλάσμα
αρχ.
θλαδίας, θλασμός, θλάστης, θλαστός.
ΣΥΝΘ. διαθλώ
αρχ.
αναθλώ, αμφιθλώ, ενθλώ, επιθλώ, επικαταθλώ, καταθλώ, περιθλώ, προθλώ, προσθλώ, συγκαταθλώ, συναποθλώ, συνθλώ, υποθλώ].