θρησκευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A worshipper, BCH 37.94 (Thessalonica), Ptol.Tetr.159, Sch.Pi.O.3.28.
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, Gottesverehrer; Synes. Mönch.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκευτής: -οῦ, ὁ λατρεύων, μοναχός, Συνέσ. 167C.
Greek Monolingual
θρησκευτής, ὁ (ΑΜ) θρησκεύω
1. λάτρης, πιστός
2. μοναχός.