ίδος, ἡ,= θυγατριδῆ, Inscr.Magn.196.9.
θυγατερεΐς, ἡ (Α)επιγρ. η θυγατέρα της κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή.[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ-εΐς< θ. θυγατέρ- του θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. -εΐς, δηλωτική του απογόνου (πρβλ. Νηρ-εΐς)].