θυγατερεΐς

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= θυγατριδῆ, Inscr.Magn.196.9.

Greek Monolingual

θυγατερεΐς, ἡ (Α)
επιγρ. η θυγατέρα της κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ-εΐς< θ. θυγατέρ- του θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. -εΐς, δηλωτική του απογόνου (πρβλ. Νηρ-εΐς)].