θρούμπι

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και θρουμπί και θύμπρι, το
κοινή ονομασία του είδους αρτυματικών και αρωματικών φυτών satureia thymbra.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. θρύμβη, με μεταβολή γένους < θύμβρα, με μετάθεση].