θώπτω

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

= θωπεύω, c.acc.,

   A θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr.937: fut.

German (Pape)

[Seite 1230] = θωπεύω; θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί Aesch. Prom. 939; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θώπτω: θωπεύω, μετ’ αἰτ., θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Πρ. 937: μέλλ. θώψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231. – Καθ’ Ἡσύχ. «θώπτει˙ σκώπτει. θεραπεύει». (Πρβλ. θώψ).

French (Bailly abrégé)

flatter, caresser, acc..
Étymologie: θώψ.

Greek Monolingual

θώπτω (Α) θωψ
1. θωπεύω, κολακεύω, περιποιούμαι («θῶπτε τὸν κρατοῡντ' ἀεί», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θώπτει
σκώπτει, θεραπεύει».