θώπτω
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
= θωπεύω, c.acc., θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr.937: fut.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπεύω; θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί Aesch. Prom. 939; VLL.
French (Bailly abrégé)
flatter, caresser, acc..
Étymologie: θώψ.
Russian (Dvoretsky)
θώπτω: льстить, окружать лестью, ублажать (τὸν κρατοῦντα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θώπτω: θωπεύω, μετ’ αἰτ., θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Πρ. 937: μέλλ. θώψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231. – Καθ’ Ἡσύχ. «θώπτει· σκώπτει. θεραπεύει». (Πρβλ. θώψ).
Greek Monolingual
θώπτω (Α) θωψ
1. θωπεύω, κολακεύω, περιποιούμαι («θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θώπτει
σκώπτει, θεραπεύει».
Greek Monotonic
θώπτω: = θωπεύω, σε Αισχύλ.