ἰάτρευσις

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

εως, ἡ,= ἰατρεία, Pl.R.357c, Arist.Ph.193b14,al.

German (Pape)

[Seite 1234] ἡ, das Heilen; Plat. Rep. II, 357 a; Arist. Eth. End. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάτρευσις: -εως, ἡ, = ἰατρεία, Πλάτ. Πολ. 357C, Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de soigner, de guérir.
Étymologie: ἰατρεύω.

Greek Monolingual

ἰάτρευσις, -εύσεως, ἡ (Α) ιατρεύω
η γιατρειά, η θεραπεία.