θυσιουργός

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ὁ,

   A sacrificer, slaughterer, Ptol.Tetr.179.

German (Pape)

[Seite 1228] opfernd, Ptolem.

Greek Monolingual

θυσιουργός, -όν (Α)
αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + -ουργός (< έργον), πρβλ. δημι-ουργός, στιχ-ουργός].