ἰγδίον

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Gp.12.19.5, Paul.Aeg.3.59.

German (Pape)

[Seite 1235] τό, dim. von ἴγδη, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἰγδίον: το, ὑποκορ. τοῦ ἴγδις, Γεωπ. 12. 19, 5.

Greek Monolingual

τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν)
το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ιγδίς. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί].