γουδί

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

το
κοίλο σκεύος, ξύλινο, μαρμάρινο ή μετάλλινο, μέσα στο οποίο κοπανίζουν αμύγδαλα, καρύδια, σκόρδα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιγδίον, υποκοριστικό του αρχ. ίγδις «γουδί» με αποβολή του ι και ανάπτυξη του ου (πρβλ. άγλις > αγλίον > γουλί)].