ἰγδίον
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
τό, Dim. of ἴγδις, Gp. 12.19.5, Paul.Aeg. 3.59.
German (Pape)
[Seite 1235] τό, dim. von ἴγδη, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰγδίον: το, ὑποκορ. τοῦ ἴγδις, Γεωπ. 12. 19, 5.
Greek Monolingual
τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν)
το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ιγδίς. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί].