c. θύρασι.
θύρασι(ν) (Α) θύραεπίρρ.1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].