θύρασιν

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

French (Bailly abrégé)

c. θύρασι.

Greek Monolingual

θύρασι(ν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].