ιδεαλιστικός

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].