ἱεροθέτης, ὁ (Μ)αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο-θέτης, παλαιο-θέτης.