ἱερωστί

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

Ion. ἱρωστί, Adv.

   A in holy sort, piously, Anacr.149.

German (Pape)

[Seite 1243] auf heilige Art, Anacr. bei Apollon. de adv. p. 572, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερωστί: Ἰων. ἱρωστί, Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἱερόν, ἱερῶς, ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.

Greek Monolingual

ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)
επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν-ωστί, νε-ωστί, ταχε-ωστί].