ἰθυπόρος, -ον (Α)αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος, πρωτο-πόρος.