ιθυπόρος

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

ἰθυπόρος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος, πρωτοπόρος.