ἰλλός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ὁ, (ἴλλω)

   A squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.

German (Pape)

[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.

Greek Monolingual

ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].

Greek Monolingual

ἴλλος, ο (Α)
ιων. τ. οφθαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἰλλός «αλλήθωρος»].