τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + -ώπτω (πρβλ. ηρώπτω, σκώπτω)].