ιματιοφυλάκιο
Greek Monolingual
το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον)
ιματιοθήκη
νεοελλ.
ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα.
το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον)
ιματιοθήκη
νεοελλ.
ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα.