γκαρνταρόμπα

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

η
1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο
2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda - roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)].