ἰόζωνος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, πορφυρό-ζωνος].