πορφυρόζωνος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
πορφυρόζωνον, with purple girdle, θεά B.10.49, cf. Hsch. s.v. ἰόζωνος.
German (Pape)
[Seite 686] mit purpurnem Gurt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόζωνος: -ον, ὁ ἔχων πορφυρᾶν ζώνην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰόζωνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πορφυρή ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί-ζωνος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρόζωνος -ον [πορφύρα, ζώνη] met purperen gordel.