ἱμαντόδεσμος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A leathern band, Hsch. s.v. ζεύγλας.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Band von Riemen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόδεσμος: ὁ, δερμάτινος δεσμός, Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας.

Greek Monolingual

ἱμαντόδεσμος, ὁ (Α)
δερμάτινος δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + δεσμός.