ἰπνίτης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,

   A baked in the oven, οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written -είταν): without ἄρτος, Timocl. 33; ἰ. φθοΐς AP6.299 (Phan., sed leg. -ευτής).

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, im Ofen gebacken; ἄρτος Hippocr.; Timocl. Ath. III, 109 c u. A.; φθοΐς Rhian. 5 (VI, 299).

Greek (Liddell-Scott)

ἰπνίτης: ῑ, ου, ὁ ὀπτηθεὶς ἐν κλιβάνῳ, «ψημένος ’ς τὸν φοῦρνον», οἱ ἰπν. ἄρτοι Ἱππ. 356. 13· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρτος, θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον Τιμοκλ. ἐν «Ψευδολῃσταῖς» 1· ἰπν. φθοΐς Ἀνθ. Π. 6. 299.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
cuit au four.
Étymologie: ἰπνός.

Greek Monolingual

ἰπνίτης, ὁ (Α) ιπνός
ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῑται ἄρτοι», Ιπποκρ.).