ἱπποφορβία

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ,

   A horse-keeping, Pl.Plt.299d.

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, = ἱπποτροφία, Plat. Polit. 299 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποφορβία: ἡ, = ἱπποτροφία, Πλάτ. Πολιτικ. 299D.

Greek Monolingual

ἱπποφορβία, ἡ (Α) ιπποφορβός
ιπποτροφία.