ιπποφορβός

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Greek Monolingual

ἱπποφορβός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος
2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» — αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βουφορβός].