ἰπνεύω

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

(ἰπνός)

   A dry or bake in the oven, Hsch., prob. in IG 12.4.15 (hιπν-).

German (Pape)

[Seite 1257] im Ofen rösten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰπνεύω: (ἰπνὸς) φρύγω, ξηραίνω τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.

Greek Monolingual

ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο
2. παθ. ἰπνεύομαι
(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».