ἰσαχῶς
English (LSJ)
[ῐ], Adv., (ἴσος)
A in the same number of ways, Arist.Metaph. 1013a16, al.; παρακολουθεῖν ἰ. τινί ib.1054a14; τἀγαθὸν ἰ. λέγεται τῷ ὄντι in as many ways as, Id.EN1096a23.
German (Pape)
[Seite 1263] auf gleich viele Arten, Arist. Nic. Eth. 1, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσᾰχῶς: ῑ, Ἐπίρρ., (ἴσος) κατ’ ἴσον ἀριθμὸν τρόπων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 1, 2. κ. ἀλλ.· ἰσ. τινὶ αὐτόθι 9. 2, 9, Ἠθ. Νικ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἰσαχῶς (Α)
επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + -αχῶς (πρβλ. απειρ-αχώς, πολλ-αχώς, τετρ-αχώς)].