ἰσάνεμος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A swift as the wind, E.IA 206(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1263] windgleich, schnell wie der Wind, Achilles, Eur. I. A. 207.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάνεμος: ᾰ, ον, ταχύς, ὡς ὁ ἄνεμος, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aussi rapide que le vent.
Étymologie: ἴσος, ἄνεμος.

Greek Monolingual

ἰσάνεμος, -ον (Α)
ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξ-άνεμος, παυσ-άνεμος].