ἰσχναντικός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.

German (Pape)

[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.

Greek Monolingual

ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.