ισχναίνω
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσχναίνω)
κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω
νεοελλ.
γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω
αρχ.
1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω
2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω
3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω
4. παθ. ἰσχναίνομαι
υφίσταμαι ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκαίνω, λευκαίνω)].