σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
η (Μ ἴσχνανσις) ισχναίνωνεοελλ.φυσιολογική ελάττωση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώωνμσν.εκλέπτυνση.