ισχέπλινθον

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα
τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ἐχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + πλίνθος.