-η, -ο (ΑΜ ἰσόποσος, -ον)ίσος σε ποσότητα με κάποιον άλλονεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ισόποσοτο ίσο ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ποσόν].