ιταλόφιλος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
ο φίλος της Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανό-φιλος, ειρηνό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].