ἰσχυριείω

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

Desiderat. from sq.,

   A venture to affirm, Hp.Art.1, cf. Gal.18(1).309.

German (Pape)

[Seite 1273] desiderat. zu ἰσχυρίζομαι, Luft haben zu behaupten, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡριείω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.

Greek Monolingual

ἰσχυριείω (Α)
επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. του τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι-είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. του ἰσχυρίζομαι].