ἰσχυριείω
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
Desiderat. from ἰσχυρίζομαι, venture to affirm, Hp. Art. 1, cf. Gal. 18(1).309.
German (Pape)
[Seite 1273] desiderat. zu ἰσχυρίζομαι, Luft haben zu behaupten, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡριείω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου, τολμῶ ἢ ἐπιθυμῶ νὰ διϊσχυρισθῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Γαλην. 12. σ. 290.
Greek Monolingual
ἰσχυριείω (Α)
επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. του τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι-είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. του ἰσχυρίζομαι].