ἰσχυρίζομαι

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρίζομαι Medium diacritics: ἰσχυρίζομαι Low diacritics: ισχυρίζομαι Capitals: ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ischyrízomai Transliteration B: ischyrizomai Transliteration C: ischyrizomai Beta Code: i)sxuri/zomai

English (LSJ)

A fut. ἰσχυρῐοῦμαι Lys.6.35, Isoc.17.24: aor. ἰσχῡρῐσάμην Th.5.26, Pl.Grg. 489c:—make oneself strong, be strong, ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος gaining force from the impetus of the horses, X.Cyr.6.4.18.
II use one's strength, τῷ σώματι Pl.l.c.; especially in overcoming resistance, πρὸς τὸ πολὺ ἧττον Arist.Pr.951a13; εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Id.EN1124b23; contend stoutly, ὑπὲρ ἄθλων Ael.NA 15.15; persist or continue obstinately in doing... c. part., Th.7.49: abs., ibid.; esp. by word of mouth, maintain stiffly, obstinately, c. acc. et inf., Id.3.44, Is.11.1; ταῦτα Pl.Grg. 495b; ὅτι... ὡς.. Th. 4.23,6.55, Pl.Tht.172b; περί τινος Id.Sph.249c.
2 put firm trust in a thing, rely on it, τῷ ξυνῷ πάντων Heraclit.114; λόγῳ Lys.6.35; διαθήκαις Is.1.3; τῷ νόμῳ Hyp.Eux.4, D.33.27; παρασκευῇ Id.44.3, cf. Isoc.17.24; feel confidence, Antipho 5.76.

German (Pape)

[Seite 1273] dep. med., fut. att. ἰσχυριοῦμαι, sich stark, fest machen, zeigen, sich tapfer halten; εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Arist. Eth. 4, 3; von den Athleten Ael. H. A. 15, 15; sich worauf verlassen, τῷ σώματι ἰσχυρίσασθαι Plat. Gorg. 489 c; διαθήκαις Is. 1, 3; νόμῳ Dem. 33, 27; τῳδί Lys. 13, 85, vgl. 6, 35; Folgde; οἱ ἀπὸ χρησμῶν τι ἰσχυρισάμενοι Thuc. 5, 26; bes. mit Worten, steif u. fest behaupten, versichern, Antiph. 5, 76; περί τινος, Plat. Soph. 249 c; ὡς οὐκ ἔστι Theaet. 172 b; καὶ τοῦτο, ὃ μάλιστα Κλέων ἰσχυρίζεται ἐς τὸ λοιπὸν ξυμφέρον ἔσεσθαι Thuc. 3, 44; ταῦτα λέγων ἰσχυρίζετο 7, 49, vgl. 6, 55; Folgde, öfter; ἰσχυριστέον, man muß behaupten, Plat. Rep. VII, 533 a. – Bei Xen. Cyr. 6, 4, 18 pass., ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος, welches durch Pferde seine Kraft erhält.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυρίζομαι) ισχυρός
διατυπώνω κάτι και το υποστηρίζω με επιμονή
μσν.-αρχ.
ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός
αρχ.
1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον
2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι
3. έχω πεποίθηση σε κάτι.

Greek Monotonic

ἰσχῡρίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ ἰσχῡρῐσάμην, αποθ. (ἰσχυρός
I. ισχυροποιούμαι, γίνομαι δυνατός, ανακτώ, κερδίζω δύναμη, σε Ξεν.
II. 1. υποστηρίζω με περηφάνια, εμμένω, επιμένω σε κάτι, με μτχ., σε Θουκ.· ιδίως, ισχυρίζομαι επίμονα, με πείσμα, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. έχω πλήρη, πάγια πεποίθηση, εμμένω σε κάτι, με δοτ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχῡρίζομαι:
1 быть крепким, обладать силой (τῷ σώματι Plat.);
2 pass. становиться крепче, приобретать силу: ἀντέχειν σιδήρῳ ὑφ᾽ ἵππων ἰσχυριζομένῳ Xen. противостоять железу, усиленному конницей, т. е. натиску конницы;
3 (прочно), основываться, опираться, (τῷ νόμῳ Dem.; ταῖς διαθήκαις Isae.): ἰσχυριεῖται καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ Lys. (обвиняемый Андокид) будет опираться еще на следующий довод;
4 утверждать, настаивать (περί τινος, ταῦτα Plat.; τῇ ἱστορίᾳ Plut.): ἀπὸ χρησμῶν τι ἰ. Thuc. утверждать что-л. на основании оракулов; ἀκριβέστερον ἄλλων ἰσχυρίζομαι Thuc. (это) я утверждаю с большей, чем кто-л. другой, достоверностью;
5 показывать свою силу, хвастаться силой, храбриться (εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Arst.).

Middle Liddell

ἰσχυρός
I. to make oneself strong, to be strong, gain force, Xen.
II. to contend stoutly, to persist obstinately in doing, c. part., Thuc.: esp. to maintain stiffly, obstinately, Thuc., Plat.
2. to put firm trust in a thing, c. dat., Dem.

Lexicon Thucydideum

confirmare, to strengthen, 3.44.3, 4.23.1, 4.68.6, 5.26.3, 6.55.1, 7.49.1, 7.49.4.